επικρουστικός

επικρουστικός
-ή, -ό [επίκρουση]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επίκρουση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επικρουστίκιον — ἐπικρουστίκιον, τὸ (Α) [επικρουστικός] χειρουργικό εργαλείο …   Dictionary of Greek

  • κρουστικός — ή, ό (Α κρουστικός, ή, όν) [κρούω] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην κρούση ή αυτός που ενεργεί με κρούση, επικρουστικός («κρουστικό όπλο» το κρουσιφλεγές όπλο) 2. φρ. φυσ. «κρουστικό κύμα» ισχυρό κύμα πίεσης το οποίο διαδίδεται σε κάθε… …   Dictionary of Greek

  • υδραερικός — ή, ό, Ν ιατρ. αυτός που οφείλεται στη συνύπαρξη νερού και αέρα σε μια κοιλότητα τού σώματος («υδραερικός επικρουστικός ήχος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydroaerique (< υδρ[ο] * + αερικός < αέρας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”